Monday, October 29, 2007

Café Müller

Oι χορογράφοι, Pina Bausch, Gerard Bohner, Gigi- Gheorge Caciuléanu, και Hans Pop αποφάσισαν να δημιουργήσουν ο καθένας τους από μια χορογραφία, κάτω από τον κοινό τίτλο Café Müller , θέτοντας κάποια κοινα σημεία αναφοράς. Ο κάθε χορογράφος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ελεύθερα αυτά τα κοινά στοιχεία ώστε δίνοντας τη δομή και το περιεχόμενο που ο ίδιος ήθελε να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή. Τα σημεία ήταν τα εξής: ένα καφέ, σκοτάδι, τέσσερις άνθρωποι, κάποιος περιμένει, κάποιος πέφτει και ξανασηκώνεται, μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά μπαίνει, τα πάντα ηρεμούν.

Στις 20 Μαΐου 1978 η Bausch παρουσιάζει για πρώτη φορά την προσωπική της εκδοχή του Café Müller. Αυτό που κάνει το έργο αυτό ιδιαίτερα σημαντικό είναι , έκτος του ότι θίγει θέματα που την απασχολούν σε όλες τις σχεδόν τις χορογραφίες(η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, η καταναγκαστική συμπεριφορά), ότι αποτελεί ένα έργο με αυτοβιογραφικά στοιχειά και για αυτό είναι και το μοναδικό στο οποίο η ίδια ως σήμερα ερμηνεύει έναν από τους χαρακτήρες .

Πολύ σημαντικό κι ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου στο οποίο η Bausch κατά τα την παιδική της ηλικία περνούσε πολύ χρόνο παρατηρώντας τους πελάτες .

Έτσι χορεύοντας η ίδια , κάνει αναφορά στο παρελθόν της, σε κάτι που έχει βιώσει, και δίνει στο έργο αυτοβιογραφική χροιά.

Η Bausch εμφανίζεται στο Café Müller ως υπνοβάτης.

Ο υπνοβάτης «είναι και δεν είναι» στο χώρο έχει την σύνθεση της ανυπαρξίας και της επιβιωσης˙ Η ανάμνηση ενέχει την ίδια αντίθεση κάτι από το παρελθόν που έχει επιβιώσει με κάποιον τρόπο, αλλά που συγχρόνως δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει όπως υπήρχε.

Η λαϊκή αντίληψη έχει δημιουργήσει μια κλισαρισμένη εικόνα του υπνοβάτη, που τον θέλει με τα χέρια τεντωμένα μπροστά και τελείως άκαμπτα . μια στάση αμυντική απέναντι στο χώρο , που υποδηλώνει ότι τα χέρια του τον προστατεύουν από τον χώρο ο οποίος είναι επικίνδυνος γι αυτόν.

Η Bausch μέσα από τις κινήσεις της ανατρέπει αυτήν την εικόνα και μετατρέπει το άκαμπτο σώμα του υπνοβάτη σε ένα σώμα διαφανο, αερινο, απολυτα παραδομένο στο χώρο. Ένα σώμα υπαρκτό κι ανυπαρκτο, υλικο και άυλο ταυτοχρονα. Ενα σώμα πολύ κοντά σ αυτό που ο Artaud ονόμαζε σώμα χωρίς όργανα. Τα χέρια της ανοιχτά δημιουργούν την αίσθηση ότι θέλουν να αγκαλιάσουν τον χώρο, να παραδοθούν πλήρως σε αυτόν. Τα αμυντικά χέρια του υπνοβάτη εδώ γίνονται το όργανο του πόθου και το ίδιο το σκηνικό το αντικείμενο αυτού...

Ο μοναδικός τρόπος να ξαναβιώσεις κάτι που δεν υπάρχει πια, είναι μόνο μπαίνοντας σε μια κατάσταση ύπνωσης είτε αυτή είναι ανάμνηση είτε όνειρο(εκεί όπου οι επιθυμίες έρχονται και ξανάρχονται). Η Bauschβρίσκεται σε μια κατάσταση ύπνου. Η επιθυμία της είναι να ξαναγυρίσει σε αυτόν τον χώρο των παιδικών της χρόνων. Ξαναγυρίζει λοιπόν σε αυτόν, έτσι όπως ξαναγυρνά κάποιος στα όνειρα του. Η θύμηση του έρχεται σαν μνήμη στο σώμα της. Μνήμη ενός χώρου ήδη βιωμένου.


Η Bausch μας βάζει στο κλειστό κύκλωμα του ύπνου της,δεν είμαστε απλώς μάρτυρες μιας υπνοβασιας. Αντίθετα βλέπουμε αυτό που η ίδια ονειρεύεται( το καφέ). Το κοινό είναι συγχρόνως και μέσα και έξω από την κατάσταση της υπνοβασίας της . Είμαστε και μέσα στο μυαλό του υπνοβάτη αλλά και εξωτερικοί παρατηρητές αυτού που συμβαίνει.